Αυτός που δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, ο ονειροπόλος
*
αιθερωβάμον
αιθερωβάμων
αιθεροβάμμων
αιθεροβάμων
Continue
Αυτός που έχει τάση για κακές συνήθειες
*
επιρεπής
επιρρεπής
εραιπής
επιρρεπείς
Continue
Χαρακτηρισμός για κάτι που είναι ξεπερασμένο, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο
*
εωλός
έωλος
εωλλώς
έωλως
Continue
Για κάτι που δεν είναι κατάλληλο ή ωφέλιμο
*
αντενδίκνειται
αντενδύκνειται
αντιδείκνυται
αντενδείκνυται
Continue
Κάτι που επιθυμώ πολύ, το λαχταρώ
*
νείρομαι
νείρωμαι
νοίρομε
νήρομαι
Continue
Ο παράλογος φόβος για το υπερφυσικό, η πίστη σε αντιεπιστημονικές δοξασίες
*
δεισιδεμονία
δυσιδαιμονία
δυσειδαιμονία
δεισιδαιμονία
Continue
Ο νευρικός ιστός στο πίσω μέρος του ματιού που μετατρέπει το φως σε ηλεκτρικά σήματα
*
αμφιβλειστροϊδής
αμφιβλειστροειδής
αμφιβληστροειδής
αμφιβληστροιδής
Continue
Αναξιοπρεπή συμπεριφορά που προκαλεί αποστροφή
*
γλοιώδης
γλειόδης
γλιώδης
γλειώδης
Continue
Μια προσωρινή διακοπή μιας δραστηριότητας ή κατάστασης, με σκοπό την ξεκούραση
*
διάλειμμα
διάλειμα
διάλυμα
διάλλειμμα
Continue
Η σταδιακή και συστηματική είσοδος σε έναν χώρο ή ένα περιβάλλον
*
διείσδυση
διείσδιση
διείσδειση
διύσδυση
Continue
Αυτός που δίνει λόγο για τις πράξεις του
*
δοσίλογος
δωσίλογως
δοσίλλογος
δωσίλογος
Continue
Είδος αρχαίου ελληνικού αγγείου που αρχικά χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση ελαιόλαδου
*
λήκυθως
λήκυθος
λύκηθος
λήκειθος
Continue
Η «νέα γέννηση», η αναγέννηση ή η ανανέωση.
*
παλιγεννεσία
παλλιγενεσία
παλειγγενεσία
παλιγγενεσία
Continue
Έχοντας ή λαμβάνοντας όλες τις ψήφους
*
παμψιφεί
παμψηφί
παμψηφεί
παμψειφί
Continue
Παρενθετικά, τυχαία ή συμπτωματικά (επίρρημα)
*
παρεπιπτοντώς
παρεπιπτόντως
παρεπιπτόντος
παρεμπιπτόντως
Continue
Αδίκημα βαρύτερο από το πταίσμα και ελαφρύτερο από το κακούργημα
*
πλημέλημμα
πλημέλλημα
πλλημέλημα
πλημμέλημα
Continue
Επιφάνεια καλυμμένη με χλόη ή ένα "τάπητα" από χλόη.
*
χλωροτάπητας
χλωοτάπητας
χλοοτάπητας
χλοωτάπητας
Continue
Ρίχνω τα φύλλα μου (για τα δέντρα):
*
φυλλορρωό
φυλλοροώ
φυλορροώ
φυλλορροώ
Continue
1 / 5